- Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών
- Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού.
Καθώς τα ευρήματα πλήθαιναν από τις ανασκαφές των Γάλλων και των Ελλήνων αρχαιολόγων, το 1936 αποφασίστηκε η επέκταση του αρχικού κτιρίου, η οποία όμως διακόπηκε το 1939, πριν τελειώσει η διαρρύθμιση των αιθουσών, εξαιτίας της έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Με την κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα από την Ιταλία, το Μουσείο των Δελφών, όπως και όλα τα άλλα ελληνικά μουσεία, εκκενώθηκε. Τα ευρήματα, όπως έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες υπό την απειλή εισβολέων, κρύφτηκαν σε σπηλιές, σε αρχαίους τάφους και σε ειδικά σκαμμένες τάφρους.
Μετά τον πόλεμο, αφού έγιναν οι αναγκαίες επισκευές και επεκτάθηκε το κτίριο, έγινε επανέκθεση των ευρημάτων τη δεκαετία του 1950.
Η σημερινή έκθεση των 6.000 περίπου εκθεμάτων στις 12 αίθουσες του μουσείου δεν έχει γίνει με βάση τη χρονολογική σειρά· σε κάθε αίθουσα έχουν συγκεντρωθεί ευρήματα από το ίδιο κτίριο ή το ίδιο μνημείο.
Αίθουσα 1. Το πρώτο έκθεμα που θα δείτε στην αίθουσα 1 είναι ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά αντικείμενα που βρέθηκαν στους Δελφούς.
Πρόκειται για το σύμβολο του ιερού των Δελφών, τον ομφαλό, που ήταν τοποθετημένος στο άδυτο του μεγάλου ναού του Απόλλωνα. Βρέθηκε όμως μπροστά από το ναό, εκεί ακριβώς όπου το είχε δει ο περιηγητής Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ., ο οποίος και περιέγραψε λεπτομερώς το μαντείο.
Πιστό, κατά πάσα πιθανότητα, αντίγραφο από μάρμαρο των ελληνιστικών ή πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων, έχει σχήμα ωοειδές και στην επιφάνειά του διακρίνεται ανάγλυφο το «αγρηνόν», το δίχτυ από μάλλινες ταινίες που τον κάλυπτε.
Επάνω στον ομφαλό εικάζεται ότι πρέπει να υπήρχαν δύο χρυσοί αετοί, για να θυμίζουν το μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας, θέλοντας να ορίσει το κέντρο του κόσμου, άφησε δύο αετούς, τον ένα προς την ανατολή και τον άλλο προς τη δύση, που συναντήθηκαν στους Δελφούς.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, λόγω του σχήματός του, που θυμίζει ταφικό τύμβο, ο ομφαλός έκρυβε τα οστά του θεού Διονύσου ή το λείψανο του δράκοντα Πύθωνα που είχε σκοτώσει ο Απόλλωνας για να πάρει υπό την εξουσία του το μαντείο. Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι ο ομφαλός μπορεί να αποτελούσε κατάλοιπο λιθολατρείας.
Στα αριστερά του ομφαλού εκτίθεται το επάνω μέρος μιας ενεπίγραφης στήλης και ακριβώς δίπλα ένας σιδερένιος τρίποδας κάτω από ένα χάλκινο λέβητα. Αυτά τα δύο τελευταία εκθέματα δεν είναι της ίδιας χρονολογίας, αλλά έχουν τοποθετηθεί μαζί για να θυμίζουν στον επισκέπτη το πιο συνηθισμένο αφιέρωμα κατά τη διάρκεια του 8ου και 7ου αι. π.Χ. στο ιερό των Δελφών.
Κατά μήκος του στενού διαδρόμου που οδηγεί στο υπόλοιπο μέρος της αίθουσας εκτίθενται τμήματα από τη μαρμάρινη ζωφόρο που διακοσμούσε το προσκήνιο του δελφικού θεάτρου. Είναι έργο που χρονολογείται από τον 1ο αι. μ.Χ. και εικονίζει άθλους του Ηρακλή.
Στις δύο προθήκες που υπάρχουν στην ίδια πλευρά (δεξιά) της αίθουσας έχουν συγκεντρωθεί πήλινα και χάλκινα αγγεία, χάλκινα, πήλινα και χρυσά κοσμήματα, καθώς και διάφορα άλλα εκθέματα από την περιοχή των Δελφών, που χρονολογούνται από τον 8ο, 7ο και 6ο αι. π.Χ.
Στις επόμενες πέντε προθήκες (7-11) παρουσιάζεται ένα μικρό μόνο μέρος από την πλούσια συλλογή χάλκινων αντικειμένων του μουσείου. Χρειάζεται χρόνος και υπομονή για να τα δείτε όλα προσεκτικά. Μην ξεχνάτε όμως ότι έχετε μπροστά σας άλλες 12 αίθουσες γεμάτες σημαντικά εκθέματα.
Αξίζει, παρ’ όλα αυτά, τον κόπο να ψάξετε για να δείτε τη στρογγυλή λαβή ενός χάλκινου λέβητα με ένα μικρό πουλί στο επάνω μέρος (προθ. 7), τις διακοσμητικές σειρήνες και τα άλλα διακοσμητικά εξαρτήματα από λέβητες του 8ου και 7ου αι. π.Χ. (προθ. 8), το μικρό χάλκινο ειδώλιο προβάτου με τον Οδυσσέα ή κάποιο συμπολεμιστή του δεμένο κάτω από την κοιλιά του καθώς δραπέτευε από τον Κύκλωπα Πολύφημο, όπως αναφέρεται στην Οδύσσεια (προθ. 9), και τα κορινθιακά κράνη του 7ου αι. π.Χ., μαζί με τα όπλα και τα αντικείμενα γυναικείου καλλωπισμού (προθ. 11).
Αίθουσα 2. Δεξιά της εισόδου στην αίθουσα 2 (των ασπίδων) υπάρχει η βάση από ένα μαρμάρινο περιρραντήριο, και δίπλα της, στον τοίχο, μια ασπίδα διακοσμημένη με έκτυπους ομόκεντρους κύκλους που διακόπτονται στο κέντρο από ένα κόσμημα σε σχήμα V που μοιάζει με αιχμή δόρατος. Είναι σπάνιο δείγμα ασπίδας του τύπου Herzsprung, όπως ονομάζεται, από την τοποθεσία της Βόρειας Ευρώπης όπου βρέθηκε το πρώτο δείγμα. Χρονολογείται από τον 7ο αι. π.Χ.
Οι άλλες δύο χάλκινες ασπίδες (η μία αριστερά της εισόδου και η άλλη αριστερά της πρώτης), της ίδιας εποχής περίπου, έχουν στο κέντρο λεοντοκεφαλή που περιβάλλεται από διάφορα είδη ζώων. Ελάχιστα δείγματα αυτού του τύπου έχουν βρεθεί στην Ελλάδα, μόνο στο Ιδαίον Άντρο της Κρήτης και στους Δελφούς.
Αριστερά της εισόδου προς την αίθουσα 4, εκτίθεται ένα χάλκινο αγαλμάτιο στον τύπο του κούρου (με προτεταμένο το αριστερό πόδι) που φορά περιδέραιο στο λαιμό και σανδάλια και πιθανόν εικονίζει το θεό Απόλλωνα. Δεξιά βλέπουμε το αγαλμάτιο γυμνής αντρικής μορφής με ζώνη στη μέση, το οποίο στα μαλλιά έχει τα χαρακτηριστικά οριζόντια χωρίσματα του λεγόμενου δαιδαλικού ρυθμού, έργο κρητικού εργαστηρίου πιθανόν, του 650 π.Χ. περίπου.
Δεξιά της εισόδου προς την αίθουσα 6 βρίσκεται το χάλκινο ειδώλιο μιας αγελάδας και αριστερά της δύο χάλκινα κεφάλια γρυπών, του πρώτου μισού του 7ου αι. π.Χ., τα οποία κοσμούσαν χάλκινους λέβητες.
Αίθουσα 3 (Θησαυρός των Σιφνίων). Τα αρχιτεκτονικά μέλη και ο γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού των Σιφνίων, που εκτίθεται στην αίθουσα 3, συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα εκθέματα των ελληνικών μουσείων.
Ο επιβλητικότερος ίσως θησαυρός του ιερού του Απόλλωνα χτίστηκε στη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ., με παριανό μάρμαρο που είχαν μεταφέρει στους Δελφούς γι’ αυτόν το σκοπό οι κάτοικοι της Σίφνου. Για την περάτωση αυτού του όμορφου δείγματος ιωνικής αρχιτεκτονικής χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα της δεκάτης, του φόρου δηλαδή που με εντολή του θεού Απόλλωνα ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν οι Σίφνιοι από τα έσοδα των ορυχείων αργύρου και χρυσού που είχαν ανακαλυφθεί στο νησί τους. Όταν όμως σταμάτησαν να πληρώνουν το φόρο στο θεό, ο μύθος αναφέρει ότι η θεϊκή μανία του Απόλλωνα έκανε τη θάλασσα να πλημμυρίσει τα ορυχεία (Παυσανίας), ενώ στην πραγματικότητα η καταστροφή και λεηλασία της Σίφνου έγινε από κατοίκους της Νάξου που είχαν επαναστατήσει κατά του άρχοντα Πολυκράτη και ζητούσαν πόρους για τη συνέχιση του αγώνα τους (Ηρόδοτος).
Μία από τις καινοτομίες που εφαρμόστηκαν στην κατασκευή αυτού του μικρού θησαυρού (μήκους 8,5 μ. και πλάτους 6,10 μ.) ήταν η αντικατάσταση, για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, των δύο κιόνων της κύριας εισόδου από δύο αγάλματα γυναικείων μορφών, που αργότερα έμειναν γνωστά ως Καρυάτιδες.
Αριστερά της επιβλητικής σφίγγας των Ναξίων μπορείτε να δείτε τον κορμό μιας από αυτές τις Καρυάτιδες, με ίχνη του αρχαϊκού μειδιάματος στα χείλη. Στο κυλινδρικό τμήμα πάνω από το κεφάλι της υπήρχε ανάγλυφη παράσταση με σιληνούς και μαινάδες -ίχνη σώζονται στο πίσω μέρος-, ενώ ο εχίνος του κιονόκρανου που εκτίθεται κοντά της έφερε παράσταση δύο λιονταριών να επιτίθενται σε ελάφι.
Δεξιά της σφίγγας βλέπουμε το κεφάλι μιας άλλης Καρυάτιδας, με εμφανέστερο το αρχαϊκό μειδίαμα, για την οποία δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι προέρχεται από το θησαυρό των Σιφνίων. Πίσω και αριστερά από αυτήν εκτίθεται ο κορμός μιας τρίτης Καρυάτιδας, που πιθανόν προέρχεται από το θησαυρό των Κνιδίων.
Η κολοσσιαία μαρμάρινη σφίγγα που δεσπόζει στο δεξί τμήμα της αίθουσας αφιερώθηκε στο ιερό των Δελφών από τους κατοίκους της Νάξου γύρω στο 560 π.Χ. Έχει ύψος 2,32 μ. και ήταν τοποθετημένη πάνω σ’ έναν ιωνικό κίονα ύψους 12,10 μ. στα δυτικά της στοάς των Αθηναίων. Χαρακτηριστικό δείγμα του εξανθρωπισμού των μυθικών τεράτων που έφτασαν στην Ελλάδα από την Ανατολή, έχει σώμα και πόδια λιονταριού, στήθος και φτερά πουλιού, αλλά πρόσωπο ανθρώπου.
Πίσω από τη σφίγγα και τις Καρυάτιδες μπορείτε να δείτε δύο κιονίσκους δωρικού ρυθμού του 6ου αι. π.Χ., τμήματα από το περίτεχνο θύρωμα της εισόδου προς το σηκό του θησαυρού των Σιφνίων, και αμέσως δεξιά της εισόδου στην αίθουσα αυτή, ένα αιολικό κιονόκρανο, το οποίο προέρχεται πιθανόν από το θησαυρό των Μασσαλιωτών.
Στο αριστερό τμήμα της αίθουσας θα έχετε την ευκαιρία να δείτε το μεγαλύτερο μέρος του γλυπτού διάκοσμου του θησαυρού των Σιφνίων, για τον οποίο ο John Boardman, ένας από τους επιφανέστερους μελετητές της αρχαίας ελληνικής τέχνης, πίστευε ότι ήταν «το αποκορύφωμα της αρχαϊκής διακοσμητικής γλυπτικής· σου πιάνεται σχεδόν η ανάσα βλέποντας την επεξεργασία που έχουν όσες επιφάνειες ή αρχιτεκτονικά μέλη του κρίθηκαν κατάλληλα για διακόσμηση».
Αριστερά της εισόδου στην αίθουσα εκτίθεται το ανατολικό τμήμα της ζωφόρου, ύψους 65 εκ. και συνολικού μήκους 30 μ., που περιέτρεχε το θησαυρό.
Στο αριστερό τμήμα της ανατολικής ζωφόρου εικονίζονται θεοί του Ολύμπου να συζητούν μεταξύ τους, ενδεχομένως να φιλονικούν, όπως πιστεύουν ορισμένοι αρχαιολόγοι, για τον Τρωικό πόλεμο, μία μάχη του οποίου εικονίζεται στο υπόλοιπο μισό.
Από τα αριστερά προς τα δεξιά εικονίζονται ο θεός του πολέμου Άρης, η Αφροδίτη (ή η Λητώ), η Άρτεμη και, γυρισμένος προς αυτήν, ο Απόλλωνας, που υποστηρίζουν τους Τρώες· στη μέση ο Δίας και δεξιά από αυτόν η Αθηνά, η Ήρα και η Δήμητρα (ή η Ήβη), που ήταν με το μέρος των Ελλήνων.
Στην αναπαράσταση της μάχης διακρίνουμε τον Αινεία με τον Έκτορα να πολεμούν πάνω από το σώμα ενός νεκρού πολεμιστή με τον Μενέλαο και τον Αίαντα. Αριστερά από τους Τρώες πολεμιστές στέκεται ως ηνίοχος δίπλα σε τέθριππο άρμα ο Γλαύκος, ενώ δίπλα από το ελληνικό άρμα, σε ρόλο ηνιόχου, ο Αυτομέδοντας. Μπροστά από αυτόν βλέπουμε τον Νέστορα, με υψωμένο το δεξί χέρι, να ενθαρρύνει τους Έλληνες. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι δε συμφωνούν όλοι οι αρχαιολόγοι σχετικά με την ταυτότητα των ηρώων που εικονίζονται. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αντί για τον Μενέλαο εικονίζεται ο Αχιλλέας, στη θέση του Έκτορα βάζουν τον Μέμνονα, ο οποίος είχε σκοτώσει σε μονομαχία τον Αντίλοχο, γιο του Νέστορα, που κείτεται ανάμεσά τους. Ο Νέστορας παροτρύνει τους Έλληνες να εκδικηθούν το θάνατο του γιου του. Όποιοι και να είναι οι εικονιζόμενοι ήρωες, ένα είναι σίγουρο: πως βγήκαν από τα χέρια ενός από τους πιο προικισμένους γλύπτες της αρχαϊκής εποχής, ο οποίος πρέπει να καταγόταν από την ανατολική Ελλάδα.
Πάνω από την ανατολική ζωφόρο εκτίθεται το ανατολικό αέτωμα που κοσμούσε το θησαυρό των Σιφνίων, μέγιστου ύψους 73 εκ. Σ’ αυτό εικονίζεται ένας από τους μύθους που συνδεόταν με τη λειτουργία του μαντείου και ήθελε τον Ηρακλή να φιλονικεί με τον Απόλλωνα για το δελφικό τρίποδα. Σύμφωνα με το μύθο αυτό, ο Ηρακλής, μετά την άρνηση της Πυθίας να του δώσει χρησμό εξαγνισμού για το φόνο του Ιφίτου, προσπάθησε να αποσπάσει τον τρίποδα, με την πρόθεση να ιδρύσει νέο δικό του μαντείο.
Στο κέντρο του αετώματος, ο Δίας προσπαθεί να αποσπάσει τον τρίποδα από τον Ηρακλή, ο οποίος είναι έτοιμος να φύγει προς τα δεξιά, ενώ στα αριστερά του ο Απόλλωνας προσπαθεί να συγκρατήσει τον τρίποδα. Πίσω από τον Απόλλωνα, η Άρτεμη ή η Λητώ προσπαθεί να τον συγκρατήσει. Το αέτωμα συμπληρώνεται εκατέρωθεν από δύο μορφές και άλογα άρματος και κλείνει στις δύο άκρες του με τις μορφές των ηνιόχων αυτών των αρμάτων που είναι στραμμένοι προς το κέντρο.
Η ιδιομορφία αυτού του αετώματος έγκειται στο γεγονός ότι ενώ στο κάτω μέρος του οι μορφές αποδίδονται σε ανάγλυφο στο επάνω μέρος είναι ολόγλυφες.
Στον ίδιο καλλιτέχνη αποδίδεται και η βόρεια ζωφόρος, που ήταν ορατή από τους επισκέπτες του μαντείου όταν ανηφόριζαν από την Ιερά Οδό προς το ναό του Απόλλωνα.
Σ’ αυτήν εικονίζεται ένα από τα πιο προσφιλή θέματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, που είναι η Γιγαντομαχία, η πάλη δηλαδή ανάμεσα στην έννομη τάξη, που εκπροσωπούν οι ολύμπιοι θεοί, και το ένστικτο της άγριας φύσης του ανθρώπου, που εκπροσωπούν οι Γίγαντες.
Από τα αριστερά προς τα δεξιά εικονίζεται ο Ήφαιστος ενώ ετοιμάζεται να ανάψει φωτιά, δύο γυναικείες μορφές (πιθανόν η Δήμητρα και η Περσεφόνη) να μάχονται εναντίον δύο Γιγάντων, η Κυβέλη πάνω σε άρμα που οδηγούν δύο λιοντάρια (ένα από τα οποία έχει αρπάξει ένα Γίγαντα), και πίσω από αυτή, σε δεύτερο πλάνο, αριστερά της, ένας Γίγαντας να μάχεται με τον Ηρακλή, ο οποίος εικονίζεται δεξιά της να κρατά ασπίδα που πάνω της διακρίνεται μια λεοντοκεφαλή.
Στη συνέχεια εικονίζεται ένα ζευγάρι θεών, πιθανόν ο Απόλλωνας και η Άρτεμη, να μάχεται με τέσσερις Γίγαντες, ενώ ένας άλλος είναι πεσμένος ανάμεσά τους. Ακολουθεί ένα άρμα που πιθανόν ανήκε στον Δία, η μορφή της Ήρας ενώ επιτίθεται με το δόρυ της σε έναν πεσμένο Γίγαντα, η Αθηνά να μάχεται με δύο άλλους Γίγαντες, ο Άρης να αντιμετωπίζει τους Γίγαντες Βιάτα και Ενάφα, και ο Ερμής (με κωνικό σκούφο) να επιτίθεται σε δύο άλλους Γίγαντες. Η σύνθεση κλείνει με τις αποσπασματικά σωζόμενες μορφές του Ποσειδώνα πιθανόν και ενός άρματος, και ενός αταύτιστου θεού να μάχεται με δύο Γίγαντες.
Από τη δυτική ζωφόρο, που εκτίθεται στη συνέχεια, σώζονται μόνο τμήματα. Είχε σαν θέμα της την κρίση του Πάρη, που στάθηκε η αφορμή για τον Τρωικό πόλεμο. Σύμφωνα με το μύθο, ο Δίας ζήτησε από τον Πάρη να διαλέξει την ομορφότερη ανάμεσα στην Αθηνά (που εικονίζεται τη στιγμή που ανεβαίνει στο άρμα της), τη νικήτρια Αφροδίτη (που κατεβαίνει από το άρμα της ενώ προσπαθεί με μια φιλάρεσκη κίνηση να φορέσει ένα περιδέραιο) και την Ήρα (της οποίας η μορφή και το άρμα δε σώζονται).
Τέλος, στη νότια ζωφόρο, από την οποία σώζονται πολύ λίγα τμήματα, εικονίζεται απαγωγή γυναίκας με άρμα. Σύμφωνα με μια υπόθεση, πρόκειται για την απαγωγή της Ιπποδάμειας από τον Πέλοπα, ενώ, σύμφωνα με μια άλλη, για την απαγωγή από τους Διόσκουρους των κορών του Λεύκιππου. Το άρμα και οι ιππείς που εικονίζονται στα δεξιά αυτού του τμήματος ταιριάζουν και στις δύο υποθέσεις. Στην πρώτη γιατί η απαγωγή της Ιπποδάμειας έγινε ύστερα από αρματοδρομία στην οποία νικητής αναδείχθηκε ο Πέλοπας, και στη δεύτερη γιατί ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης χρησιμοποίησαν άρμα για την απαγωγή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το φόντο της ζωφόρου ήταν γαλάζιο και οι μορφές επιζωγραφισμένες, όπως αφήνουν να εννοηθεί τα ίχνη κόκκινου και πράσινου χρώματος που σώζονται. Το σύνολο γινόταν πιο εντυπωσιακό με τις χάλκινες πρόσθετες διακοσμήσεις των όπλων και των εξαρτημάτων στα άρματα.
Αίθουσα 4 (Κούροι). Στο κέντρο της αίθουσας 4 δεσπόζουν οι δύο μνημειώδεις αρχαϊκοί κούροι, που συγκαταλέγονται στα πιο γνωστά εκθέματα του μουσείου. Φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ του 600 και 580 π.Χ. και ανατέθηκαν από τους κατοίκους του Άργους στο πανελλήνιο ιερό των Δελφών, για να θυμίζουν τη ρώμη δύο νεαρών συμπατριωτών τους που είχαν τόσο ένδοξο όσο και περίεργο τέλος.
Σύμφωνα με το μύθο που αναφέρει ο Ηρόδοτος, οι πολυνίκες αθλητές Κλέοβις και Βίτωνας, γιοι μιας ιέρειας της Ήρας, βλέποντας να αργούν τα βόδια που θα οδηγούσαν το άρμα της μητέρας τους στο ιερό, πήραν τη θέση τους, για να το σύρουν οι ίδιοι σε απόσταση 8 χλμ. Η Ήρα, που εισάκουσε την παράκληση της μητέρας τους για την ανταμοιβή τους, τους χάρισε το θάνατο στην ακμή της νιότης τους, την ώρα που κοιμούνταν αποκαμωμένοι από την προσπάθεια. Στους γεροδεμένους νέους με τα αδρά και αυστηρά χαρακτηριστικά, ύψους περίπου 2 μ., διακρίνονται ίχνη της ονομαζόμενης δαιδαλικής τεχνοτροπίας του 7ου αι. π.Χ. και της πρώιμης αρχαϊκής τεχνοτροπίας των αρχών του 6ου αι. π.Χ. Αποδίδονται στο γλύπτη Πολυμήδη από το Άργος και βρέθηκαν κοντά στο θησαυρό των Αθηναίων. Αυτή είναι η επικρατέστερη άποψη για την ταύτιση των δύο μορφών. Μια άλλη τους θέλει να εικονίζουν τους Διόσκουρους, τους δίδυμους γιους του Δία, και μια τρίτη τους δύο αδελφούς Αγαμήδη και Τροφώνιο, αρχιτέκτονες του πρώτου λίθινου ναού του Απόλλωνα, οι οποίοι είχαν επίσης ανάλογο τραγικό τέλος.
Εκατέρωθεν της εισόδου στην αίθουσα εκτίθενται δύο τμηματικά σωζόμενοι μαρμάρινοι κούροι, έργα νησιώτικων εργαστηρίων, του τέλους του 6ου αι. π.Χ.
Οι πέντε πώρινες μετόπες που εκτίθενται στην αριστερή πλευρά της αίθουσας προέρχονται από το γλυπτό διάκοσμο ενός δωρικού μονόπτερου κτιρίου που προϋπήρχε στο χώρο όπου ανεγέρθηκε ο θησαυρός των Σικυωνίων.
Οι ορθογώνιες μετόπες, που διατηρούν ίχνη χρωμάτων, χρονολογούνται από το 560 π.Χ. περίπου. Η πρώτη εικονίζει ένα θέμα από την Αργοναυτική εκστρατεία, με τον Ορφέα μαζί με μια άλλη μορφή να παίζει τη λύρα του και τους Διόσκουρους πάνω στα άλογά τους. η δεύτερη την αρπαγή της Ευρώπης από τον μεταμορφωμένο σε ταύρο Δία. η τρίτη, που είναι η πιο γνωστή και η πιο περίτεχνη, τους Διόσκουρους και τον Ίδα να συνοδεύουν τα βόδια που έκλεψαν στην Αρκαδία. η τέταρτη σκηνή από το κυνήγι του κάπρου που είχε στείλει η Άρτεμη για να τιμωρήσει τους κατοίκους της Καλυδώνας που δεν έκαναν προσφορές προς τιμήν της· η τελευταία μετόπη φέρει παράσταση ενός αγοριού, που ταυτίζεται με τον Φρίξο, πάνω σε κριάρι, θέμα που συνδέεται με την Αργοναυτική εκστρατεία.
Αίθουσα 5. Τα εντυπωσιακά εκθέματα της αίθουσας 5 (αίθουσα του ταύρου) προέρχονται από δύο αποθέτες που ανασκάφηκαν το 1939 κάτω από το πλακόστρωτο της Ιεράς Οδού, σε κοντινή απόσταση νότια του θησαυρού των Αθηναίων, στην περιοχή της Άλω.
Είχαν ταφεί σε βάθος μόλις 20 εκ. στα μισά του 5ου αι. π.Χ., όπως συνηθιζόταν στην αρχαία Ελλάδα μετά την καταστροφή του κτιρίου όπου φυλάσσονταν ή όταν το ιερό απειλούνταν από εχθρική εισβολή, γιατί ήταν αναθήματα στο θεό και δεν επιτρεπόταν να βγουν από το ιερό.
Πρόκειται για έργα της αρχαϊκής και πρώιμης κλασικής εποχής (7ος-5ος αι. π.Χ.) και προέρχονται από εργαστήρια πόλεων που βρίσκονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας καθώς και από τα νησιά που βρίσκονται απέναντι από αυτά. Σύμφωνα με μια εκδοχή, αποτελούν μέρος των πλούσιων αφιερωμάτων του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου που αναφέρει ο Ηρόδοτος.
Στα δεξιά σας εκτίθεται ένα από τα πιο γνωστά αντικείμενα του μουσείου. Είναι ο μόλις 16 εκ. ύψους χάλκινος λέβητας με κάλυμμα (γνωστός ως θυμιατήριο), για την καύση αρωματικών φυτών, που για βάση του έχει μια πεπλοφόρο γυναικεία μορφή. Είναι έργο αυστηρού ρυθμού των μέσων του 5ου αι. π.Χ., τόσο μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, ώστε το συγκρίνουν ακόμη και με τον ίδιο τον Ηνίοχο.
Στο βάθος της αίθουσας βρίσκεται, ύστερα από συντήρηση, ό,τι σώζεται από ένα σπάνιο δείγμα αγάλματος ενός ταύρου. Τα σφυρήλατα ασημένια ελάσματα του σώματός του συγκρατούσαν πάνω στον ξύλινο πυρήνα του αγάλματος επάργυρες ταινίες χαλκού και ασημένια καρφιά. Όπως μπορείτε να δείτε κι εσείς σήμερα, ορισμένα σημεία του, το μέτωπο, τα κέρατα, τα αυτιά, το κάτω μέρος του λαιμού και οι οπλές του, ήταν επιχρυσωμένα. Χρονολογείται από το πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ.
Αριστερά του ταύρου, στις έξι επιτοίχιες προθήκες, εκτίθενται τα υπόλοιπα ευρήματα του «θησαυρού» των δύο αποθετών, που, αν και κατεστραμμένα κάποια από αυτά, είναι μεγάλης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας.
Από το βάθος της αίθουσας, κατευθυνόμενοι προς τη μοναδική της έξοδο, στην προθήκη 1, αξίζει να προσέξετε, μεταξύ άλλων, τα χρυσά μικροαντικείμενα και το περίτεχνο ανάγλυφο από ελεφαντόδοντο που εικονίζει την αναχώρηση πάνω σε άρμα ενός πολεμιστή (ίσως του Αμφιάραου) που πλαισιώνεται από τέσσερις οπλισμένους συντρόφους. Είναι έργο του 570 π.Χ. περίπου, κορινθιακού εργαστηρίου πιθανόν, που σύμφωνα με μια υπόθεση κοσμούσε το θρόνο του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Απόλλωνα ή κάποιου άλλου θεού, ορισμένα τμήματα του οποίου μπορείτε να δείτε στην προθήκη 3.
Στην προθήκη 2, ανάμεσα στα πήλινα γυναικεία ειδώλια, στα τμήματα αγαλμάτων από ελεφαντοστό και στα διακοσμητικά ελάσματα επίπλων του 6ου αι. π.Χ., θα δείτε άλλο ένα μικρό ανάγλυφο σύμπλεγμα από ελεφαντοστό. Το συγκεκριμένο αναπαριστά το μύθο του Φινέα, σύμφωνα με τον οποίο οι δύο αντρικές μορφές με τους κοντούς χιτώνες και τα φτερωτά σανδάλια στο μέσο είναι οι Βορεάδες (Κάλαϊς και Ζήτης), που κυνηγούν τις δύο Άρπυιες (Αελλώ και Ωκυπέδη), οι οποίες μόλις έχουν κλέψει το φαγητό του τιμωρημένου από τον Δία βασιλιά της Θράκης Φινέα.
Στην προθήκη 3 εντυπωσιάζει η γυναικεία κεφαλή από ελεφαντοστό, κοντά στην οποία έχουν τοποθετηθεί ένα χρυσό διάδημα και δύο κοσμήματα. Στο ίδιο άγαλμα, που πιστεύεται ότι ήταν της Άρτεμης, ανήκαν πιθανόν και το χέρι με το χρυσό βραχιόλι και τα χρυσά ελάσματα που ήταν τοποθετημένα στη θέση των μαλλιών.
Αν επαληθευτεί ποτέ η υπόθεση ότι τα εκθέματα της προθήκης 4 ανήκουν πράγματι στο χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού Απόλλωνα, θα έχουμε να κάνουμε με μοναδική περίπτωση, μιας και από τα υπόλοιπα ανάλογα αγάλματα, όπως αυτό του Δία στην Ολυμπία και της Αθηνάς στον Παρθενώνα, φημισμένα σε όλο τον αρχαίο κόσμο, δε σώζονται παρά μόνο αναπαραστάσεις τους σε νομίσματα.
Αυτή η αντρική κεφαλή φέρει για μαλλιά επίχρυσο έλασμα στο πάνω μέρος της κεφαλής και δύο χρυσούς πλοκάμους που πρέπει να κατέβαιναν μέχρι το στήθος. Από κάτω έχουν τοποθετηθεί δύο μεγάλα χρυσά ελάσματα με έκτυπες παραστάσεις πραγματικών και φανταστικών ζώων, που πιστεύεται ότι αποτελούσαν μέρος του ενδύματος του θεού, ενώ αριστερά το κομμάτι από μια ασημένια επιχρυσωμένη φιάλη σπονδών που πιθανόν κρατούσε.
Στην ίδια προθήκη μπορείτε να δείτε επίσης ένα περιδέραιο από χρυσές λεοντοκεφαλές, χρυσά ελάσματα με μορφές γρύπα και της Γοργούς, ένα χρυσό διάδημα και άλλα μέρη του σώματος από ελεφαντόδοντο του ίδιου λατρευτικού αγάλματος, τα οποία δεν καλύπτονταν με χρυσό.
Στην προθήκη 5 ξεχωρίζει ένα επίσης ελεφάντινο άγαλμα θεού, που στο δεξί του χέρι κρατά δόρυ ενώ το αριστερό το έχει τοποθετήσει στο κεφάλι ενός ανασηκωμένου στα πίσω του πόδια λιονταριού ή πάνθηρα. Θεωρείται σημαντικό δείγμα της ιωνικής τέχνης με ανατολικές επιδράσεις, των αρχών του 7ου αι. π.Χ.
Στην τελευταία προθήκη της αίθουσας μπορείτε να δείτε, μεταξύ άλλων, ένα χάλκινο αγαλμάτιο αυλητή με το μακρύ χιτώνα, που φορούσαν οι διαγωνιζόμενοι στους αγώνες των Πυθίων, και δερμάτινους ιμάντες γύρω από το κεφάλι, που εμπόδιζαν την παραμόρφωση των χαρακτηριστικών από την προσπάθεια. Μαζί με αυτό το όμορφο δείγμα, κορινθιακού πιθανόν εργαστηρίου, εκτίθενται ένας οστέινος αυλός, ένα σύμπλεγμα από δύο σφίγγες με κοινό κεφάλι, φιάλες, και διάφορα άλλα ασημένια και χάλκινα μικροαντικείμενα.
Αίθουσα 6 (Θησαυρός των Αθηναίων). Ο γλυπτός διάκοσμος που εκτίθεται στην αίθουσα 6 προέρχεται από τον χτισμένο με νησιώτικο μάρμαρο γύρω στα 500 π.Χ. θησαυρό των Αθηναίων. Ο μοναδικός αυτός αναστηλωμένος θησαυρός του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών ήταν ένα από τα τελευταία ναόσχημα οικοδομήματα της αρχαϊκής περιόδου στην Ελλάδα και τα πρωιμότερα δείγματα του δωρικού ρυθμού, που κυριάρχησε αργότερα.
Όπως και άλλοι θησαυροί, στους Δελφούς και σε άλλους ιερούς χώρους της αρχαίας Ελλάδας, οικοδομήθηκε για την αποθήκευση των πολύτιμων αντικειμένων που είχαν στην κατοχή τους οι Αθηναίοι, τα οποία, κατά τη διάρκεια των Πυθίων αγώνων, επιδείκνυαν στους επισκέπτες που συνέρεαν κατά χιλιάδες. Στο κρηπίδωμα που είχε σχηματιστεί γι’ αυτόν το λόγο στη νότια και ανατολική πλευρά του θησαυρού, οι Αθηναίοι εξέθεταν, με μεγάλη υπερηφάνεια, μεταξύ άλλων, και τα λάφυρα από τη μάχη εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα το 490 π.Χ. (ξύλινα ακρόπρωρα των μηδικών πλοίων, ασπίδες, θώρακες, δόρατα, κράνη κ.ά.).
Στον διαστάσεων 9,70 μ. Χ 6,60 μ. θησαυρό ήταν τοποθετημένες 30 μετόπες (από 9 στη βόρεια και νότια πλευρά και από 6 στην ανατολική και δυτική), στις οποίες εικονίζονταν άθλοι του ημίθεου Ηρακλή και του ήρωα Αθηναίου βασιλιά Θησέα.
Σχετικά με αυτή την απεικόνιση έχει υποστηριχθεί ότι αποτελούσε ένα είδος προπαγάνδας των κατακτήσεων των Αθηναίων όσον αφορά τη διακυβέρνηση της πόλης τους: Ο Ηρακλής ήταν η προσωποποίηση της πόλης και του τυράννου της Πεισίστρατου, ενώ ο Θησέας προσωποποιούσε τη δημοκρατία που εκείνη την εποχή γεννιόταν στην Αθήνα (τέλη 6ου-αρχές 5ου αι. π.Χ.).
Στις έξι μετόπες που σώζονται από τη νότια πλευρά του θησαυρού, που ήταν ορατή από την Ιερά Οδό, και οι οποίες εκτίθενται εκατέρωθεν στην έξοδο της αίθουσας 6, μπορείτε να διακρίνετε, από αριστερά προς τα δεξιά, τον Θησέα με τον Μινώταυρο αρχικά, με τη βασίλισσα των Αμαζόνων Αντιόπη στη συνέχεια, με τον ταύρο του Μαραθώνα, με την προστάτιδά του Αθηνά, με το ληστή Κερκύονα και με τον Σκίρωνα.
Στα δεξιά σας καθώς κοιτάτε προς την έξοδο της αίθουσας, εκτίθενται μία επιπλέον μετόπη από τη νότια πλευρά του θησαυρού και πέντε από τη δυτική. Αυτές οι τελευταίες απεικονίζουν την πάλη του Ηρακλή με το τρισώματο τέρας Γηρυόνη και την αρπαγή των βοδιών που φύλαγε ο τελευταίος.
Στην απέναντι πλευρά της αίθουσας παρουσιάζονται οι έξι μετόπες της ανατολικής πλευράς, της πρόσοψης δηλαδή του θησαυρού, που αναπαριστούν σκηνές Αμαζονομαχίας – άλλο ένα συμβολικό θέμα της μάχης του πνεύματος κατά των βαρβαρικών ενστίκτων.
Εκατέρωθεν της εισόδου στην αίθουσα εκτίθενται, τέλος, οι έξι μετόπες της βόρειας πλευράς, όπου εξιστορούνται ισάριθμοι άθλοι του Ηρακλή. Με λίγη προσπάθεια θα διακρίνετε, στη δεύτερη από τα αριστερά, τον Ηρακλή να δαμάζει το λιοντάρι της Νεμέας, και στη συνέχεια, προς τα δεξιά, τη μάχη του με την Κερυνίτιδα Έλαφο, με το γιο του θεού Άρη, Κύκνο, και με τον Κένταυρο.
Για τις μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων οι μελετητές πιστεύουν ότι εργάστηκαν πέντε ή έξι Αθηναίοι γλύπτες, ενώ διακρίνουν σ’ αυτές τα χαρακτηριστικά δύο τάσεων: η μία, περισσότερο συντηρητική, είναι η τελευταία απόγονος της αρχαϊκής τεχνικής, και η άλλη, πιο νεωτεριστική, προαναγγέλλει τις καλλιτεχνικές κατακτήσεις της κλασικής εποχής.
Αίθουσες 7 & 8. Τα εκθέματα των αιθουσών 7 και 8 προέρχονται από τον κεντρικό ναό του ιερού των Δελφών, που ήταν αφιερωμένος στο θεό Απόλλωνα.
Σύμφωνα με το μύθο, ο πρώτος ναός που στέγασε το ξύλινο λατρευτικό άγαλμα του θεού (ξόανο) ήταν από κλαδιά δάφνης, ο δεύτερος από κερί και φτερά και ο τρίτος από χαλκό.
Το πρώτο πραγματικό οικοδόμημα χτίστηκε με πωρόλιθο στα μέσα περίπου του 7ου αι. π.Χ. από τους αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη, τους οποίους ο μύθος θέλει να έχουν παρόμοιο τέλος με τους Κλέοβι και Βίτωνα που είδατε στην αίθουσα 4. Ο ναός καταστράφηκε από φωτιά το 548 π.Χ.
Ο καινούργιος ναός, από τον οποίο προέρχονται τα περισσότερα εκθέματα της αίθουσας, χτίστηκε στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από πολλά μέρη της Ελλάδας και του υπόλοιπου γνωστού τότε κόσμου. Σημαντική ήταν η συμβολή της εξόριστης αθηναϊκής οικογένειας των Αλκμαιωνιδών, η οποία με τη χρηματοδότηση αυτού του έργου επιδίωκε τη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού κλίματος για την επιστροφή της στην Αθήνα, όπου κυριαρχούσε η αντίπαλη οικογένεια των Πεισιστρατιδών.
Ο τελευταίος ναός, από τον οποίο σήμερα σώζονται τα θεμέλια και μερικοί πώρινοι κίονες, χτίστηκε μεταξύ 370 και 330 π.Χ. Ήταν δωρικός, περίπτερος, με διαστάσεις 60x24 μ. περίπου, με 15 κίονες στις μεγάλες πλευρές και 6 στις στενές, μέσα στον οποίο υπήρχε το άδυτο, ένα μικρό ιδιαίτερο κτίσμα, 5x3 μ. περίπου.
Στο άδυτο υπήρχε ο μαντικός τρίποδας, πάνω στον οποίο καθόταν η Πυθία κατά τη διάρκεια της χρησμοδότησης. Υπήρχαν επίσης βωμοί του Ποσειδώνα και της Εστίας, ο τάφος του Διόνυσου, αγάλματα του Δία και του Απόλλωνα, και ένας σιδερένιος θρόνος, στον οποίο καθόταν ο ποιητής Πίνδαρος όταν συνέθετε ύμνους προς τιμήν του Απόλλωνα.
Στα αριστερά σας καθώς μπαίνετε στην αίθουσα 7, εκτίθενται τα σωζόμενα τμήματα από το δυτικό αέτωμα του ναού, του 6ου αι. π.Χ., που είναι το κάτω μέρος μιας γυναικείας μορφής που κατευθύνεται προς τα αριστερά, ένα τμήμα από αντρικό κορμό και τμήματα δύο αλόγων. Ο χιτώνας, το ιμάτιο και η αιγίδα της γυναικείας μορφής επιτρέπουν την ταύτισή της με τη θεά Αθηνά που έλαβε μέρος στη μάχη των θεών του Ολύμπου κατά των Γιγάντων, όπως κατά πάσα πιθανότητα εικόνιζε το κατασκευασμένο από πωρόλιθο δυτικό αέτωμα.
Στη δεξιά άκρη του αετώματος εκτίθεται ένα μαρμάρινο άγαλμα με ιμάτιο, των αρχών του 5ου αι. π.Χ., και απέναντι απ’ αυτό το άγαλμα μιας γυναικείας μορφής με πέπλο να τρέχει προς τα αριστερά.
Το σημαντικότερο έκθεμα της αίθουσας είναι οι δύο πλίνθοι που προέρχονται από το θησαυρό των Αθηναίων, οι οποίοι βρίσκονται δεξιά της εισόδου. Φέρουν επιγραφές ύμνων προς τιμήν του Απόλλωνα, με μύθους, ιστορικά γεγονότα και σύμβολα που αντιπροσωπεύουν νότες για ανθρώπινη φωνή και μουσικά όργανα. Οι νότες αυτές, από τα ελάχιστα δείγματα γραφής της αρχαίας ελληνικής μουσικής που σώθηκαν, αποκρυπτογραφήθηκαν από δύο Γερμανούς αρχαιολόγους.
Ο πρώτος από τους ύμνους γράφτηκε το 138 π.Χ. από κάποιον Αθηναίο συνθέτη, για να εκτελεστεί στη διάρκεια της θρησκευτικής πομπής που ξεκινούσε από την πόλη του για τους Δελφούς (Πυθαΐδα), ενώ ο δεύτερος εκτελέστηκε στην αντίστοιχη πομπή του 128 π.Χ.
Το κύριο έκθεμα της αίθουσας 8 είναι τα κατάλοιπα από το ανατολικό αέτωμα του ναού του Απόλλωνα, του 6ου αι. π.Χ., που ονομάστηκε και ναός των Αλκμαιωνιδών.
Στο κέντρο αυτής της γλυπτικής σύνθεσης σώζονται τμήματα των τριών από τα τέσσερα άλογα του άρματος με το οποίο ο Απόλλωνας έφτασε στους Δελφούς μαζί με τη μητέρα του Λητώ και την αδελφή του Άρτεμη. Αριστερά του αγάλματος σώζονται δύο από τις τρεις γυναικείες μορφές, στον τύπο των αρχαϊκών κορών, να κρατούν με το αριστερό τους χέρι το χιτώνα τους, ενώ δεξιά του άρματος σώζεται τμήμα μιας από τις τρεις γυμνές αντρικές μορφές. Την παράσταση πλαισιώνουν μορφές λιονταριών ενώ επιτίθενται σε ταύρο (αριστερά) και σε ελάφι (δεξιά). Το αέτωμα ήταν ζωγραφισμένο με έντονα χρώματα, ίχνη των οποίων σώζονται σε ορισμένα σημεία ακόμη και σήμερα.
Δεξιά από το αέτωμα μπορείτε να δείτε μια αγαλμάτινη φτερωτή μορφή με χιτώνα και ιμάτιο (Νίκη), που πιθανόν ήταν το κεντρικό ακρωτήριο του ναού.
Το άγαλμα του Διονύσου, που έχει τοποθετηθεί αριστερά του αετώματος, προέρχεται από το δυτικό αέτωμα του ναού του 4ου αι. π.Χ., στον οποίο υπήρχε η παράσταση του θεού συνοδευόμενου από τη γυναικεία ακολουθία του. Αυτή η παράσταση βασιζόταν στην παράδοση που ήθελε το θεό Διόνυσο να φυλάει το ιερό του Απόλλωνα όσο εκείνος έλειπε για το τρίμηνο ετήσιο ταξίδι του στη χώρα των Υπερβορείων.
Δίπλα από το άγαλμα του Διονύσου εκτίθεται ένα τμήμα της υδρορρόης του ναού, που απολήγει σε λεοντοκεφαλή, και δίπλα από αυτή μια αγαλμάτινη καθιστή μορφή, στην οποία αξίζει να προσέξετε τις πτυχώσεις που δημιουργεί η ζώνη πάνω στο χιτώνα.
Αριστερά και δεξιά της εισόδου στην αίθουσα εκτίθενται δύο μαρμάρινες ενεπίγραφες στήλες, με πολύ σημαντικές πληροφορίες για την ανοικοδόμηση του νεότερου ναού του 4ου αι. π.Χ., ενώ πάνω από την είσοδο εκτίθεται μια επιγραφή του 1ου αι. μ.Χ., όπου αναφέρεται επισκευή του ναού από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό.
Αίθουσα 9. Στο κέντρο της αίθουσας 9 δεσπόζει ο βωμός, ύψους 1 μ., με την ανάγλυφη παράσταση δώδεκα γυναικείων μορφών, οι οποίες, ανά δύο, με υψωμένα τα χέρια, κρεμούν ταινίες σε μια σχηματική απεικόνιση μιας σειράς φυτικών στοιχείων που επιστέφει το βωμό. Κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο το 2ο αι. π.Χ. και πιστεύεται ότι βρισκόταν μέσα στη θόλο ή σε κάποιο άλλο σημείο στο ιερό της Αθηνάς Προναίας.
Δεξιά της εισόδου εκτίθεται μια επιτύμβια στήλη που φέρει παράσταση αντρικής μορφής, έργο του 5ου αι. π.Χ., και αριστερά μια άλλη επιτύμβια στήλη, με παράσταση γυναικείας μορφής που κρατά κάτοπτρο.
Πολύ αξιόλογο δείγμα της πρώιμης κλασικής τέχνης θεωρείται η τρίτη επιτύμβια στήλη της αίθουσας, που βρίσκεται στα αριστερά του βωμού. Εικονίζει σε μετωπική στάση το γυμνό αρμονικό σώμα ενός αθλητή, ο οποίος, όπως αφήνει να εννοηθεί η κίνηση των χεριών του, αφαιρεί το λάδι από το σώμα του με στλεγγίδα (αποξυόμενος). Τον παρακολουθεί ο νεαρός βοηθός του, ο οποίος κρατά τον αρύβαλλο που περιείχε το λάδι, ενώ ανάμεσά τους σώζεται το κεφάλι ενός σκύλου. Πρόκειται για ένα από τα ομορφότερα εκθέματα του μουσείου και αξίζει να αφιερώσετε μερικά λεπτά για να παρατηρήσετε τις λεπτομέρειές του.
Αριστερά αυτής της επιτύμβιας στήλης βρίσκεται μια προθήκη, στην οποία εκτίθενται αγγεία, γυάλινοι αμφορίσκοι, αλάβαστρα και μια μικρή πυξίδα από ελεφαντόδοντο, που βρέθηκαν σε τάφους και χρονολογούνται από τον 5ο αι. π.Χ.
Στην ίδια αίθουσα μπορείτε, τέλος, να δείτε, δεξιά πίσω από το βωμό, το μαρμάρινο ακέφαλο άγαλμα του Απόλλωνα που κρατούσε κιθάρα (Κιθαρωδός), δίπλα του το άγαλμα μιας γυναικείας μορφής που τρέχει, και απέναντι από αυτό, δεξιά της εξόδου προς την αίθουσα 10, δύο χάλκινες τεφροδόχους υδρίες και τρεις πήλινες γυναικείες προτομές.
Αίθουσα 10. Τα γλυπτά που εκτίθενται στην αίθουσα 10 προέρχονται από τη θόλο, οι τρεις αναστηλωμένοι κίονες της οποίας αποτελούν το σύμβολο του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών.
Η θόλος του ιερού της Αθηνάς Προναίας, που βρίσκεται στα αριστερά του δρόμου με κατεύθυνση προς το μουσείο, θεωρείται κομψοτέχνημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 4ου αι. π.Χ.
Ως αρχιτέκτονάς της αναφέρεται από το μεγάλο Ρωμαίο αρχιτέκτονα Βιτρούβιο ο Θεόδωρος από τη Φωκαία της Μικράς Ασίας, ο οποίος φέρεται να είχε γράψει και ένα βιβλίο για το δημιούργημά του, που δυστυχώς δε σώζεται.
Η χρήση αυτού του κυκλικού οικοδομήματος από μάρμαρο, ύψους περίπου 8 μ. και διαμέτρου 15 μ., παραμένει άγνωστη. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι ήταν ναός της Άρτεμης, άλλοι ότι επρόκειτο για το τέμενος του Φυλάκου, ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι χρησίμευε ως οπλοθήκη, όπου φυλασσόταν μια πανοπλία της θεάς Αθηνάς.
Οι τέσσερις μετόπες που θα αντικρίσετε στον τοίχο απέναντι από την είσοδο της αίθουσας και ορισμένα από τα θραύσματα που θα δείτε στις δύο αντικριστές προθήκες προέρχονται από τη ζωφόρο που υπήρχε πάνω από τους 20 δωρικούς κίονες του εξωτερικού του ναού (πτερό) και είχε σαν θέμα σκηνές Αμαζονομαχίας και Κενταυρομαχίας.
Από αριστερά προς τα δεξιά θα δείτε τις καλύτερα σωζόμενες μετόπες από παριανό μάρμαρο, διαστάσεων 65x62,5 εκ. και πάχους 7 εκ.: ένας Κένταυρος που προσπαθεί να αρπάξει μια γυναίκα, ένας γυμνός άντρας με την πλάτη γυρισμένη στο θεατή ενώ προσπαθεί να ανέβει στο άλογο που στέκεται στα δυο πίσω του πόδια, μια Αμαζόνα να επιτίθεται σε ένα γονατισμένο πολεμιστή και, τέλος, ένας άντρας να κατευθύνεται προς κάποιον κίονα.
Στις δύο προθήκες της αίθουσας μπορείτε να διακρίνετε και ορισμένα μικρά θραύσματα από τις μετόπες του εσωτερικού τοίχου, οι οποίες ήταν διακοσμημένες με σκηνές από τους άθλους των μυθικών ηρώων Ηρακλή και Θησέα.
Τα τέσσερα αγάλματα που θα δείτε σε ξεχωριστές βάσεις, θαυμάσια δείγματα του λεγόμενου πλούσιου ρυθμού που επικρατεί στη γλυπτική στο τέλος του 5ου αι. π.Χ., αποτελούσαν πιθανόν τα ακρωτήρια του ναού πάνω από τη μαρμάρινη κεράμωση. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το καλύτερα σωζόμενο, που παριστάνει πιθανόν Νίκη.
Αφήνοντας την αίθουσα 10 θα δείτε και ορισμένα άλλα αρχιτεκτονικά μέλη της θόλου, όπως ένα κιονόκρανο, έναν ημικίονα κορινθιακού ρυθμού, ένα τμήμα επιστυλίου και ένα τρίγλυφο που ήταν τοποθετημένο ανάμεσα στις μετόπες.
Αίθουσα 11. Όλη τη δεξιά πλευρά της δεύτερης σε μέγεθος αίθουσας του μουσείου (11) καταλαμβάνει το μνημείο του τετράρχη της Θεσσαλίας και θρησκευτικού αντιπροσώπου της πόλης των Φαρσάλων στη Δελφική Αμφικτιονία μεταξύ 337 και 332 π.Χ. Δαόχου Β΄.
Αυτό το μήκους 11,5 μ. μνημειώδες ανάθημα, που είχε τοποθετηθεί σε ένα ορθογώνιο κτίσμα σε μικρή απόσταση βόρεια από το ναό του Απόλλωνα, αποτελούνταν από 9 συνολικά μαρμάρινα αγάλματα, από τα οποία εσείς σήμερα μπορείτε να δείτε τα 7. Πρώτος από τα δεξιά, με κοντό χιτώνα και ιμάτιο ριγμένο στον ώμο, όπως συνηθιζόταν στη Θεσσαλία, εικονίζεται ο μακρινός πρόγονος του Δαόχου Β΄ Ακνόνιος.
Στη δεξιά πλευρά του μνημείου, πάνω σε ομφαλό, καθόταν πιθανόν ο Απόλλωνας, στραμμένος προς τα αγάλματα του ίδιου του αναθέτη, των ενδόξων προγόνων του και του γιου του.
Κάτω από κάθε άγαλμα υπήρχαν έμμετρα επιγράμματα, μερικά από τα οποία σώθηκαν, στα οποία περιγράφονταν οι αρετές και τα κατορθώματα των απαθανατισμένων προσώπων.
Ο καλύτερα σωζόμενος ανδριάντας είναι αυτός του Αγία, γιου του Ακνόνιου, ο οποίος είχε νικήσει πολλές φορές στο παγκράτιο σε όλους τους μεγάλους αθλητικούς αγώνες της αρχαίας Ελλάδας (Ολυμπιακούς, Νέμεα, Ίσθμια) και τρεις φορές στα Πύθια που διοργανώνονταν στους Δελφούς. Τα Πύθια είχαν πάρει την ονομασία τους από το δράκοντα Πύθωνα, τον οποίο σκότωσε ο Απόλλωνας για να κυριαρχήσει στον ιερό τόπο. Αρχικά μουσικοί, οι αγώνες πραγματοποιούνταν κάθε οχτώ χρόνια, και από τον 6ο αι. π.Χ. και μετά κάθε τέσσερα, και συμπεριλάμβαναν γυμνικούς αγώνες παιδιών και αντρών.
Σύμφωνα με μια τολμηρή υπόθεση, ο ανδριάντας του Αγία (όπως και οι άλλοι δύο ανδριάντες του συμπλέγματος που παριστάνουν γυμνούς αθλητές) είναι έργο του μεγάλου γλύπτη Λύσιππου, αντίγραφο ενός χάλκινου αντίστοιχου αγάλματος που υπήρχε στα Φάρσαλα.
Δεξιά του Αγία υπήρχε το άγαλμα του αδελφού του παλαιστή Τηλέμαχου, στο οποίο πιθανόν ανήκει ο κορμός που εκτίθεται σε ξεχωριστή βάση στα δεξιά σας όπως κοιτάζετε το μνημείο.
Τέταρτος στη σειρά παριστάνεται ο αδελφός τους Αγέλαος, ο οποίος, σύμφωνα με την επιγραφή που βρέθηκε στη βάση του αγάλματος, είχε βγει νικητής σ’ έναν παιδικό αγώνα στα Πύθια όταν τα δύο αδέλφια του είχαν νικήσει στους αγώνες των αντρών.
Δεξιά του Αγέλαου παριστάνεται ο γιος του Αγία Δάοχος Α΄ με τη χαρακτηριστική βαριά θεσσαλική χλαμύδα, και δεξιά από αυτόν ο γιος του Σίσυφος Α΄, με κοντό χιτώνα και ιμάτιο στο χέρι, να ακουμπά σε έναν κορμό δέντρου.
Από τον αναθέτη Δάοχο Β΄ που παριστανόταν στη συνέχεια, σώζονται μόνο τα πόδια. Ο γιος του Σίσυφος Β΄, το τελευταίο μέλος αυτής της ευγενούς θεσσαλικής οικογένειας, παριστάνεται γυμνός να ακουμπά σε μια ερμαϊκή στήλη.
Ο άγνωστος δημιουργός αυτού του σημαντικού γλυπτού συμπλέγματος, στο οποίο είναι εμφανείς οι επιρροές από τους δύο σημαντικότερους γλύπτες της εποχής, τον Λύσιππο και τον Πραξιτέλη, κατόρθωσε να δέσει αρμονικά αυτές τις μορφές, ενώ ταυτόχρονα καθεμία από αυτές να αποδίδει την προσωπικότητα και τις ασχολίες του εικονιζόμενου.
Το δεύτερο σημαντικό και εντυπωσιακό έκθεμα της αίθουσας είναι ο λεγόμενος «κίονας με τις χορεύτριες». Αυτός ο ιδιόμορφος κίονας, που βρισκόταν πιθανόν βορειοανατολικά του κεντρικού ναού, ήταν συνολικού ύψους 13 μ. περίπου και είχε διακόσμηση από το βλαστό ενός φυτού στην ένωση των σπονδύλων του.
Το σύμπλεγμα των τριών γυναικείων μορφών, ύψους περίπου 2 μ., με υψωμένο το δεξί χέρι σε στάση λατρευτικού χορού που έχετε μπροστά σας εσείς σήμερα προέρχεται από την υποτιθέμενη θέση του άνθους αυτού του μαρμάρινου φυτού. Πάνω τους υπήρχε τρίποδας που στήριζε ένα χάλκινο λέβητα.
Είναι έργο άγνωστου, πιθανόν Ίωνα καλλιτέχνη, του 4ου αι. π.Χ., το οποίο σύμφωνα με την επιγραφή της βάσης του ήταν ανάθημα των Αθηναίων. Σύμφωνα με μια ερμηνεία, απεικόνιζε την Πάνδροσο, την Έρση και την Έγλαυρο, τις τρεις κόρες του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα.
Αριστερά από τις χορεύτριες εκτίθεται ο κατώτερος σπόνδυλος του κίονα, και απέναντι από αυτόν, στο αριστερό μέρος προς την αίθουσα του Ηνίοχου, το άγαλμα ενός ηλικιωμένου άντρα με γυμνό στήθος, έργο του τέλους του 3ου αι. π.Χ., που παριστάνει ίσως κάποιο φιλόσοφο ή ιερέα του Απόλλωνα.
Αίθουσα 12. Αφήνοντας την αίθουσα 11, και αφού ανεβείτε τα σκαλιά που οδηγούν στην αίθουσα 12, θα βρεθείτε μπροστά στο χάλκινο αριστούργημα του Μουσείου των Δελφών, το οποίο βλέπατε από μακριά όση ώρα περιδιαβαίνατε τις υπόλοιπες αίθουσες.
Ο Ηνίοχος, μαζί με τους δύο πολεμιστές του Ριάτσε στο Μουσείο του Ρηγίου της Καλαβρίας και τον Ποσειδώνα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας, είναι ένα από τα γνωστότερα χάλκινα αγάλματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης στον κόσμο.
Όπως φαίνεται από τα ευρήματα που σχετίζονται με αυτόν, τα οποία και θα δείτε αμέσως μετά στην ίδια αίθουσα, ήταν στημένος πάνω σε τέθριππο άρμα, του οποίου κρατούσε τα ηνία, και συνοδευόταν από νεαρό ιπποκόμο. Αυτό το αναθηματικό σύμπλεγμα ήταν αφιερωμένο στο ιερό των Δελφών κατά πάσα πιθανότητα από τον τύραννο της πόλης Γέλας της Σικελίας Πολύζαλο, τα άλογα του οποίου είχαν νικήσει στους ιππικούς αγώνες των Πυθίων του 478 ή του 474 π.Χ. (νικητής αναδεικνυόταν ο ιδιοκτήτης των αλόγων και όχι ο ίδιος ο ηνίοχος).
Για να σας αποκαλύψει ο Ηνίοχος όλα τα μυστικά της τέχνης του άγνωστου δημιουργού του, θα πρέπει να αφιερώσετε λίγο περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι στα υπόλοιπα εκθέματα. Αν είστε κουρασμένοι από τις υπόλοιπες αίθουσες, βγείτε για λίγο έξω από το μουσείο και γυρίστε κατόπιν κατευθείαν στην αίθουσα 12. Αν τύχει να διαβάσετε αυτές τις γραμμές πριν επισκεφθείτε το μουσείο, θα μπορούσατε να ξεκινήσετε απ’ αυτή την αίθουσα και μετά να δείτε με τη σειρά από την αρχή τις υπόλοιπες. Υπολογίστε μόνο να έρθετε πολύ νωρίς το πρωί τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί ο Ηνίοχος πολύ δύσκολα θα μπορούσε να παραπονεθεί ότι νιώθει μοναξιά.
Μπορείτε να αρχίσετε παρατηρώντας τα πόδια του, τα οποία, έτσι όπως ήταν τοποθετημένο το άγαλμα μέσα στο άρμα, δε φαίνονταν. Αυτό δε σήμαινε όμως, όπως θα ανακαλύψετε και οι ίδιοι, ότι δεν έπρεπε να αποδοθούν οι ανατομικές λεπτομέρειες με κάθε ακρίβεια.
Επειδή ακριβώς όμως το άγαλμα βρισκόταν μέσα στο άρμα, για να δίνει σωστή εντύπωση από μακριά, το μέρος του Ηνίοχου από τη μέση και κάτω είναι ελαφρά δυσανάλογο συγκριτικά με τον κορμό του. Αυτό θα το αντιληφθείτε πιο εύκολα αν παρατηρήσετε προσεκτικά την αντίθεση που δημιουργεί η πλούσια πτύχωση του χιτώνα του στον κορμό με τις ραβδωτές πτυχώσεις από τη μέση και κάτω.
Ο ειδικός (ιερατικός) χιτώνας του Ηνίοχου, εκτός από τη ζώνη, συγκρατιόταν στο σώμα και με τη βοήθεια μιας ταινίας, η οποία περνούσε κάτω από τις μασχάλες και δενόταν πίσω ψηλά στον αυχένα, για να μη τον εμποδίζει όταν έτρεχε στους αγώνες.
Στο ελαφρά στραμμένο προς τα αριστερά κεφάλι του την προσοχή σας θα τραβήξουν προφανώς πρώτα τα μάτια του. Είναι τα ίδια που τοποθετήθηκαν από το δημιουργό του (475-450 π.Χ.). Το λευκό είναι από σμάλτο, η ίριδα από καστανόχρωμη ημιπολύτιμη πέτρα, και η κόρη από ημιπολύτιμη μαύρη πέτρα.
Αυτό που δε θα μπορούσατε να δείτε παρά μόνο σε ορισμένες πολύ κοντινές φωτογραφίες είναι ότι τα ελαφρά ανοιγμένα σαρκώδη χείλη, τα οποία τονίζονταν με κοκκινόχρωμο χαλκό, αφήνουν να φανεί η επάνω οδοντοστοιχία, ενώ οι βλεφαρίδες είναι από μπρούντζινες λεπτές ταινίες.
Η ταινία που επιστέφει το νικητή και δένει με αριστουργηματικό τρόπο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του ήταν διακοσμημένη με ένθετους ασημένιους μαιάνδρους.
Παρατηρήστε, τέλος, πώς οι πλούσιοι και άτακτοι βόστρυχοι στις παρειές του έρχονται σε αντίθεση με τους κολλημένους βοστρύχους στο υπόλοιπο κεφάλι.
Ο ύψους 1,80 μ. Ηνίοχος διατηρήθηκε σε άριστη κατάσταση, γιατί έμεινε θαμμένος στη γη πιθανόν από το 373 π.Χ., τη χρονιά που ο μεγάλος σεισμός κατέστρεψε πολλά κτίρια του μαντείου, μέχρι το 1896, που βρέθηκε σε δύο κομμάτια –σε απόσταση 10 μ. το ένα από το άλλο– από τους Γάλλους ανασκαφείς των Δελφών.
Για το δημιουργό αυτού του άριστου δείγματος του λεγόμενου αυστηρού ρυθμού της πρώιμης κλασικής περιόδου έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς πολλές υποθέσεις. Έχουν προταθεί ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο Κάλαμις και ο Κριτίας. Το βέβαιο είναι ότι η ολυμπιακή γαλήνη, ενώ δέχεται τις επευφημίες του πλήθους μετά τη νίκη του, που καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του είναι μία από τις μεγάλες στιγμές της ελληνικής τέχνης.
Στην υπόλοιπη αίθουσα μπορείτε να δείτε τα άλλα τμήματα από το χάλκινο σύμπλεγμα του Ηνίοχου, όπως ένα κομμάτι από τη βάση του, μέρη του άρματος, ηνία, τμήματα από τα πόδια των αλόγων και τον αριστερό βραχίονα μιας παιδικής μορφής που ανήκε στον ιπποκόμο, ο οποίος συνόδευε τα άλογα έξω από τον αγωνιστικό χώρο.
Στην ίδια αίθουσα μην παραλείψετε να δείτε και ένα σημαντικό ταφικό εύρημα, μία αττική λευκή κύλικα, στην οποία παριστάνεται ο θεός Απόλλωνας να κάθεται σε δίφρο. Ο θεός φορά χιτώνα και πορφυρό ιμάτιο, ενώ στο κεφάλι του φέρει χρυσό στεφάνι από φύλλα μυρτιάς. Με το δεξί χέρι κάνει σπονδή χύνοντας κρασί από ένα αγγείο, ενώ με το αριστερό παίζει την επτάχορδη λύρα του, το ηχείο της οποίας είναι από όστρακο χελώνας.
Τη σκηνή παρακολουθεί ένα πουλί, για το οποίο πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι πρόκειται για το πουλί που ανήγγειλε στον Απόλλωνα το γάμο της αγαπημένης του Κορωνίδας και το οποίο ο θεός καταράστηκε να γίνει μαύρο σαν την καρδιά του.
Είναι έργο σχεδόν σύγχρονο του Ηνίοχου (490-480 π.Χ.) και αποδίδεται στο Ζωγράφο του Βερολίνου.
Αίθουσα 13. Μπαίνοντας στην τελευταία αίθουσα του μουσείου, στα δεξιά σας θα δείτε ένα από τα καλύτερα σωζόμενα αγάλματα του Αντίνοου, ευνοούμενου του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, που πνίγηκε στον ποταμό Νείλο το 130 μ.Χ. Μετά το θάνατό του, ο Αδριανός ίδρυσε στην Αίγυπτο την Αντινοόπολη και τον θεοποίησε, δίνοντας εντολή να στηθούν αγάλματά του σε πολλά μεγάλα ιερά της ύστερης αρχαιότητας, να γίνονται λατρευτικές τελετές και να διοργανωθούν αγώνες προς τιμήν του.
Το μαρμάρινο άγαλμα με τη θλιμμένη έκφραση του νεαρού από τη Βιθυνία φέρει μια ταινία στα πλούσια μαλλιά του, στην οποία στηριζόταν πιθανόν χρυσό στεφάνι, έχει τη χαρακτηριστική στιλπνότητα των αγαλμάτων της εποχής του, ενώ σε ορισμένα σημεία του σώματός του διακρίνεται η προσπάθεια μίμησης του ιδεώδους της τέχνης των κλασικών χρόνων.
Αριστερά από το άγαλμα του Αντίνοου μπορείτε να δείτε τη μαρμάρινη προτομή ενός γενειοφόρου άντρα του 3ου αι. π.Χ., που πιθανόν εικόνιζε κάποιο φιλόσοφο.
Απέναντι εκτίθεται το άγαλμα μιας νεαρής κοπέλας, του 3ου αι. π.Χ., που θυμίζει τις άρκτους, τα νεαρά κορίτσια που υπηρετούσαν στο ιερό της Άρτεμης στην Αττική. Ακολουθεί μια ερμαϊκή στήλη, στην οποία ήταν τοποθετημένη η προτομή του ιστορικού και ιερέα του μαντείου Πλούταρχου.
Συνεχίζοντας στην ίδια πλευρά της αίθουσας, θα συναντήσετε μία προθήκη με αντικείμενα (κύλικες, σκύφους, υδρίες, κρατήρες και πήλινες γυναικείες προτομές) που προέρχονται από την Κίρρα, το επίνειο της αρχαίας Κρίσσας κοντά στη σημερινή Ιτέα, όπου έφταναν όσοι από τους προσκυνητές έρχονταν από τη θάλασσα και όπου υπήρχε ένα ιερό.
Πριν από την τελευταία προθήκη εκτίθεται μια αντρική κεφαλή από παριανό μάρμαρο, που εικόνιζε πιθανόν τον Ρωμαίο Τίτο Φλαμινίνο.
Προτού εγκαταλείψετε αυτό το τόσο σημαντικό μουσείο, θα έχετε την ευκαιρία να δείτε, στην τελευταία προθήκη, μια σειρά σημαντικών ευρημάτων που προέρχονται από το Κωρύκειο Άνδρο, μία σπηλιά πλάτους 60 μ. και βάθους 90 μ. περίπου, η οποία βρίσκεται σε υψόμετρο 1.360 μ. στον Παρνασσό και όπου λειτουργούσε ιερό από τον 8ο αι. π.Χ. μέχρι το 2ο αι. μ.Χ. Μεταξύ αυτών αξίζει να προσέξετε έναν πήλινο πίνακα από την Αττική, με παράσταση χορού σατύρων και μαινάδων, και τα σωζόμενα τμήματα από το ξεχωριστό πήλινο σύμπλεγμα που παρίστανε δώδεκα Νύμφες γύρω από το θεό Πάνα ενώ παίζει αυλό, έργο εργαστηρίου από τη Βοιωτία, του 5ου αι. π.Χ.
Αύλειος χώρος. Στην αυλή του μουσείου εκτίθενται ένα ψηφιδωτό δάπεδο από παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου αι. μ.Χ. που βρέθηκε στη σημερινή πόλη των Δελφών, μια μαρμάρινη σαρκοφάγος της ρωμαϊκής εποχής με τη μορφή του ανακεκλιμένου νεκρού στο κάλυμμά της, καθώς και σειρά από ενεπίγραφες στήλες, από τις οποίες οι περισσότερες είναι αναθηματικές.
Το 2000 ολοκληρώθηκε η επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων του μουσείου. Η μελέτη επανέκθεσης των ευρημάτων, που έχει εγκριθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού, προβλέπει τη μεταφορά σε ξεχωριστή αίθουσα των εκθεμάτων από την πόλη των Δελφών και τα νεκροταφεία της και την πληρέστερη παρουσίαση της ίδρυσης του ιερού και της λήξης της λειτουργίας του. Παράλληλα προβλέπεται η έκθεση του Ηνίοχου σε μία νέα αίθουσα, με σκοπό την ιδιαίτερη προβολή αυτού του τόσο σπουδαίου έργου της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Κεφαλή χρυσελεφάντινου αγάλματος, πιθανόν της Άρτεμης, έργο του 6ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών).
«Η Σφίγγα των Ναξίων», έργο του 6ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών).
«Ο Ηνίοχος των Δελφών» (Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών).
Ο ανδριάντας του Αγία από το ανάθημα του Δαόχου (Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών).
Οι δύο μνημειώδεις αρχαϊκοί Κούροι (600-580 π.Χ.), από το ανάθημα των Αργείων φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ του (Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών).
«Ο Αντίνοος», έργο του 2ου αι. (Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών).
Κατάλοιπα από το ανατολικό αέτωμα του ναού του Απόλλωνα, του 6ου αι. π.Χ., στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Dictionary of Greek. 2013.